Ψυχαναγκαστικές προσωπικότητες
Η ανάγκη για διάρκεια είναι βαθιά ριζωμένη μέσα μας, το πόσο βαθιά είναι η ανάγκη αυτή μέσα μας όμως, δεν μας είναι πάντα συνειδητό. Παρ' όλα αυτά το βιώνουμε ευθύς μόλις το γνωστό, οικείο και υποθετικά αμετάβλητο αρχίσει να αλλάζει, να σταματά ή να απειλεί με την εξαφάνισή του. Μας πιάνει τότε το ρίγος της παροδικότητας και συνειδητοποιούμε με τρόμο την εξάρτησή μας από το χρόνο.
Οι ψυχαναγκαστικές προσωπικότητες, όπως περιγράφονται στη ψυχαναλυτική θεωρία, αποτελούν ένα ιδιαίτερο ψυχολογικό προφίλ που χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένα πρότυπα σκέψης, συμπεριφοράς και συναισθημάτων. Η βασική μορφή φόβου που χαρακτηρίζει την ψυχαναγκαστική προσωπικότητα είναι ο φόβος για το παροδικό, για το πρόσκαιρο, τον οποίο όσο περισσότερο προσπαθεί να αντιμετωπίσει κάποιος τόσο πιο ορμητικά τον καταλαμβάνει. Μέσα σε ένα κόσμο χαοτικό δίχως τάξη και σαφείς κανόνες, ο φόβος αυτός με τη σειρά του αυξάνει την ανάγκη για διάρκεια των πραγμάτων, για σταθερότητα και επανάληψη γνωστών καταστάσεων και εντυπώσεων.
Η πλέον συχνή επίπτωση που μπορεί να έχει ο φόβος αυτός είναι η τάση του ανθρώπου να αφήνει τα πάντα ως έχουν. Κάθε αλλαγή ανακινεί το φόβο της παροδικότητας, πράγμα που προσπαθεί με κάθε τρόπο να παρακάμψει. Γι' αυτό αναζητά πάντα το ίδιο, το γνώριμο και οικείο ή επιδιώκει την επαναφορά του. Η αλλαγή τον ενοχλεί, τον κάνει ανήσυχο και πολλές φορές όταν είναι ξαφνική τον τρομάζει. Γι' αυτό και προσπαθεί να εμποδίσει ή να περιορίσει τις αλλαγές και όσο το δυνατό να τις καταπολεμήσει και να τις εξουδετερώσει. Στρέφεται ενάντια σε κάθε νεωτερισμό όπου κι αν τον συναντήσει, πράγμα που δεν έχει τέλος αφού η ζωή κυλά διαρκώς, το καθετί διαφοροποιείται και παρέρχεται και τα πάντα ρέουν σε μια συνεχή δημιουργική πορεία, που δεν αναχαιτίζεται.
Η προσπάθεια αυτή εκφράζεται σε γενικές γραμμές με την ακλόνητη εμμονή στη δική του γνώμη, στις απόψεις του, στις συνήθειες του και στις εμπειρίες του, που προσπαθεί να τις ανάγει σε αρχές με παντοτινή ισχύ και σε ακλόνητους κανόνες. Όταν δεν είναι δυνατό να αποφύγει τις καινούριες εμπειρίες, τις παρερμηνεύει και προσπαθεί να τις προσαρμόσει στα ήδη γνωστά και καθιερωμένα, κάτι που μπορεί να φτάσει μέχρι και την αναξιοπιστία. Παραβλέπονται δηλαδή ορισμένα στοιχεία του καινούριου, παρεξηγούνται σκόπιμα ή και απορρίπτονται με επιχειρήματα, που συχνά φανερώνουν ότι δεν επιδιώκεται η αντικειμενικότητα, αλλά αντίθετα η διαφύλαξη μιας συγκεκριμένης τάξης πραγμάτων, που δεν πρέπει με κανένα τρόπο να διαταραχτεί. Η ιστορία της ανθρωπότητας είναι γεμάτη με τέτοιου είδους παραδείγματα, καθώς και με ατελείωτες διενέξεις και ατελέσφορους αγώνες για τη διεκδίκηση του δικαίου.
Εμμένοντας λοιπόν κανείς στο γνωστό και συνηθισμένο και αντιμετωπίζοντας με προκατάληψη κάθε αλλαγή που πλησιάζει, προσπαθεί να προστατευτεί από εκπλήξεις κι από ασυνήθιστες και άγνωστες καταστάσεις. Με τον τρόπο αυτό ίσως δε διατρέχει τον κίνδυνο να δέχεται τα πράγματα με αφέλεια και δίχως έλεγχο, εκτίθεται όμως σε έναν άλλο κίνδυνο, που είναι η παρεμπόδιση της κοινωνικής και της προσωπικής του εξέλιξης.
Το βασικό πρόβλημα των ψυχαναγκαστικών ατόμων λοιπόν είναι η υπερβολική τους ανάγκη για προστασία και σιγουριά. Η επιφύλαξη, η πρόβλεψη, ο μακροχρόνιος προγραμματισμός της ζωής τους και γενικότερα η προσπάθειά τους για διάρκεια σχετίζονται με το πρόβλημα αυτό. Όσον αφορά το είδος του φόβου που διακατέχει τα άτομα αυτά θα μπορούσαμε να τον περιγράψουμε ως φόβο για το ρίσκο, τη μεταβολή και την παροδικότητα. Μπορούμε να παραλληλίσουμε την κατάσταση των ατόμων αυτών με την περίπτωση εκείνου του ανθρώπου που δεν μπαίνει στο νερό, αν δεν έχει μάθει πρώτα να κολυμπάει.
Ορισμένα άτομα με ψυχαναγκαστικά στοιχεία, ενώ έχουν τις ντουλάπες τους γεμάτες με ρούχα, φοράνε τα παλιά τους μόνο, για να έχουν <<αποθέματα>>. Πονάει η καρδιά τους όταν είναι αναγκασμένοι να φορέσουν κάτι καινούριο. Προτιμούν να διακινδυνέψουν να περάσει η μόδα του ή να το φάει ο σκόρος παρά να το φορέσουν κάποια φορά. Το να χρησιμοποιήσεις κάτι καινούριο σημαίνει να το εκθέσεις στο χρόνο και επομένως στην παροδικότητα και στη φθορά που θα φέρει το τέλος του. Καθετί που φτάνει στο τέλος όμως θυμίζει το εφήμερο της ζωής και άρα το θάνατο.
Όλοι μας βέβαια έχουμε το φόβο αυτό μέσα μας, καθώς και την επιθυμία για διάρκεια και αθανασία. Όλοι μας ψάχνουμε κάτι το άφθαρτο και συνεχές μέσα στο χρόνο και αισθανόμαστε βαθιά ικανοποίηση, όταν ορισμένα πράγματα τα βρίσκουμε μετά από καιρό, όπως τα είχαμε αφήσει κάποτε. Αυτό εξηγεί επίσης και την τάση μας να συλλέγουμε διάφορα αντικείμενα ή την αδυναμία μας να αποχωριστούμε κάτι παλιό και θεωρητικά άχρηστο, με την δικαιολογία ότι που ξέρεις; Κάπου μπορεί να χρειαστεί.. Ότι και αν συλλέγει κανείς, είτε αυτά είναι γραμματόσημα είτε νομίσματα ή πορσελάνες ένα είναι συνήθως το ασυνείδητο κίνητρο. Η επιθυμία να αποκτήσει κανείς ένα κομμάτι αιωνιότητας, μια εγγύηση για συνέχεια μέσα στο χρόνο, μιας και τη συλλογή του δεν μπορεί ποτέ να την ολοκληρώσει. Πάντα θα υπάρχει κάτι, που θα μπορούσε να προστεθεί. Άλλοι πάλι αναζητούν τη διάρκεια και την αιωνιότητα σε ανακαλύψεις, οι οποίες θα μπορούσαν να μακρύνουν τη ζωή ή γυρεύουν το αεικίνητο ή ανάγουν τις προσωπικές τους απόψεις και θεωρίες σε θεωρίες με γενική και διαχρονική ισχύ, οπότε ξεπερνούν το χρόνο και αποκτούν αιώνια εγκυρότητα. Ακόμα και αυτή η προσκόλληση σε αγαπημένες μας συνήθειες και η ευαισθησία μας, όταν αναγκαζόμαστε να τις αλλάξουμε ή όταν μας παρενοχλούν σ' αυτές, είναι μια μαρτυρία της επιθυμίας μας για διάρκεια.
Την ίδια τάση να αποφεύγουμε το φόβο της μεταβολής και της παροδικότητας τη συναντάμε στην εμμονή που δείχνουμε να διατηρούμε αυτά που παραλαμβάνουμε από τους προκατόχους τους. Η οικογενειακή και κοινωνική ηθική, οι πολιτικές, θρησκευτικές και επιστημονικές παραδόσεις οδηγούν στο δογματισμό και το συντηρητισμό, στην καθιέρωση αρχών και στη δημιουργία προκαταλήψεων, καθώς και στο φανατισμό με τις διάφορες μορφές του. Όσο πιο δύσκαμπτα και επίμονα τις υπερασπίζεται κανείς, τόσο πιο μισαλλόδοξα αντιμετωπίζει όποιον τις μάχεται ή τις αμφισβητεί. Πίσω από την τάση αυτή κρύβεται πάντα ο φόβος ότι το συνηθισμένο, το γνώριμο, το δοκιμασμένο και καθιερωμένο, αυτό που προσφέρει ασφάλεια, θα μπορούσε να γίνει σχετικό μετά από νέες απόψεις και εξελίξει ή και να αποδειχτεί ότι ήταν μία πλάνη ή ένα λάθος, πράγμα που θα σήμαινε αναγκαστικά αλλαγή στάσης. Όσο πιο στενός είναι ο ατομικός ορίζοντας και ο χώρος ζωής, όσο περισσότερο προσπαθεί κανείς να τον κρατήσει σταθερό και αμετάβλητο, άλλο τόσο φοβάται μήπως και χάσει τη σιγουριά του με την επικράτηση νέων εξελίξεων.
Προσπαθώντας λοιπόν να διατηρήσουμε το παλιό, είμαστε αναγκασμένοι να φοβόμαστε το παροδικό. Από την άλλη πλευρά όσο περισσότερο αντιστεκόμαστε στις εξελίξεις, άλλο τόσο προκαλούμε αντιδράσεις. Το τελευταίο το διαπιστώνουμε καθαρά στην αντίθεση των γονέων προς τη νέα γενιά, όπου η ακλόνητη εμμονή στα καθιερωμένα και υπάρχοντα και η απόρριψη κάθε νεωτερισμού οδηγεί πολλές φορές τη νέα γενιά σε εξτρεμιστικούς τρόπους συμπεριφοράς.
Η πίστη στην παράδοση και η διαφύλαξη των αναγνωρισμένων αξιών έχουν κατά βάση θετική σημασία, διότι μόνο με την αναζήτηση των αρχών και του απόλυτου μπορούμε να καταλήξουμε σε διαχρονικές αλήθειες. Στην προκείμενη περίπτωση όμως μιλάμε για την υπερβολή, την ελλιπή ικανότητα ή ετοιμότητα για νέους προσανατολισμούς, την άρνηση απόκτησης νέων εμπειριών ή αναθεώρησης των ήδη αποκτημένων, πράγματα που η ζωή μας αναγκάζει να κάνουμε κατ' επανάληψη.
Η παλιά αλήθεια του tempora mutantur et nos mutamur in illis (οι καιροί αλλάζουν και εμείς αλλάζουμε μέσα σε αυτούς) δεν ισχύει για το ψυχαναγκαστικό άτομο, γι' αυτό και πληρώνει την εμμονή του για σταθερότητα με το φόβο της αλλαγής. Προσπαθεί να αναγκάσει τη ζωή να μπει σε καλούπια και κανόνες και αντιδρά με ανυπομονησία και πείσμα απέναντι σε ό,τι τον ανησυχεί, επειδή είναι καινούριο και αλλιώτικο από το γνωστό και οικείο. Όμως αυτό που προσπαθεί κανείς να εξαναγκάσει, γίνεται καταναγκασμός για τον ίδιο.
Πίσω λοιπόν από κάθε συνήθεια, κάθε δόγμα και φανατισμό υπάρχει πάντα ένας φόβος, ο φόβος για την αλλαγή και την παροδικότητα, ο φόβος του θανάτου τελικά. Γι' αυτό τα ψυχαναγκαστικά άτομα δύσκολα μπορούν να δεχτούν να ξεφύγει κάτι ή κάποιος από την εξουσία τους, να μην υποτάσσεται στη θέλησή τους. Επιθυμούν να αναγκάσουν τον καθένα και το καθετί να είναι έτσι, όπως κατά τη γνώμη τους θα έπρεπε να είναι. Για το λόγο αυτό όμως αποτυγχάνουν πολλές φορές στη ζωή τους. Ο εξαναγκασμός που ασκούν προς τα έξω γίνεται μπούμερανγκ. Όταν προσπαθεί κανείς να εξαναγκάσει κάτι το έμψυχο, όταν δεν μπορεί να αφεθεί, διότι θέλει ο ίδιος να ορίζει τα πάντα, τότε αναγκάζεται όλο και περισσότερο να εντείνει την προσοχή του, ώστε να μην αλλάξει τίποτα, να μην ξεφύγει τίποτα από τη δική του θέληση. Με έναν εντυπωσιακό τρόπο λοιπόν ο εξαναγκάζων γίνεται εξαναγκαζόμενος.
Το ψυχαναγκαστικό άτομο δύσκολα μπορεί να δεχτεί ότι στη ζωή τίποτα δεν είναι απόλυτο, ότι δεν υπάρχουν αρχές μόνιμες και ότι το βίωμά του δεν είναι κάτι που μπορεί να υπολογιστεί και να καθοριστεί από πριν. Πιστεύει ότι μπορεί να κατατάξει τα πάντα σε ένα σύστημα, ώστε να μπορεί να τα ελέγχει και να τα εξουσιάζει. Με τον τρόπο αυτό όμως καταστρέφει τη φυσική ροή των πραγμάτων, απλοποιώντας αυθαίρετα την πολλαπλότητα της ζωής. Ο Νίτσε είχε πει ότι η ανάγκη για ένταξη των πραγμάτων σε κάποιο σύστημα εμπεριέχει πάντα κάποια ανεντιμότητα, ακριβώς εξαιτίας αυτής της βίαιης απλοποίησης της ζωής.
Στις διαπροσωπικές σχέσεις οι ψυχαναγκαστικοί τρόποι συμπεριφοράς εκφράζονται παρόμοια. Συνειδητά ή ασυνείδητα το ψυχαναγκαστικό άτομο υποδεικνύει ποικιλότροπα στον άλλο τη συμπεριφορά που ο ίδιος εγκρίνει. Ιδιαίτερα φανερό γίνεται αυτό στη σχέση του με τον σύντροφό του, με τα παιδιά του, καθώς και με τα άτομα που εξαρτώνται από αυτόν. Το πρόβλημα της αντίθεσης και της σύγκρουσης μεταξύ των γενεών εμφανίζεται στα άτομα αυτά ιδιαίτερα έντονο, όπως έχει ήδη αναφερθεί. Με το να απορρίπτουν ή να αμφισβητούν καθετί το νέο και ασυνήθιστο καταλήγουν να γίνονται παράλογοι και ασυμβίβαστοι, προκαλώντας με τη στάση τους την εντονότερη αντίδραση των αντιτιθέμενων δυνάμεων, απ' όπου αναδύεται ο επικίνδυνος επαναστάτης, ο οποίος από την πλευρά του ισχυρίζεται ότι αναγκάζεται να φτάσει στο άλλο άκρο για να μπορέσει να τους καταπολεμήσει.
Τα άτομα αυτά διακατέχονται από έναν ασυνείδητο φόβο ότι τα πάντα θα αποδιοργανωθούν, θα καταλήξουν σε μια χαοτική κατάσταση, αν οι ίδιοι χαλαρώσουν έστω και λίγο, αν υποχωρήσουν, αν αφεθούν στον άλλο, δίχως συνεχή αυτοέλεγχο ή δίχως έλεγχο του άλλου. Φοβούνται ότι το καταπιεσμένο μέσα τους ή αυτό που υπάρχει έξω απ' αυτούς και που κατά τη γνώμη τους δε θα έπρεπε να υπάρχει, θα καταλύσει τα πάντα, αν του επιτρέψουν έστω και μία φορά να εκδηλωθεί. Θα μπορούσε να τους παραλληλίσει κανείς με τον Ηρακλή, ο οποίος πίστευε ότι η λερναία ύδρα θα αποκτούσε τουλάχιστον δύο κεφάλια αν της έκοβε το ένα. Φοβούνται πολύ το πρώτο βήμα, διότι, αν γίνει, δεν μπορεί να ξεγίνει και θα τους οδηγήσει σε απρόβλεπτες καταστάσεις. Προσπαθούν λοιπόν με την άσκηση ελέγχου να φτάσουν σε τέτοιο σημείο, ώστε τίποτα το ανεπιθύμητο και απρόβλεπτο να μη συμβεί στη ζωή τους. Δίνουν το προβάδισμα το what – if, υπολογίζουν δηλαδή τις επιπτώσεις που θα προκύψουν, αν κάνουν το ένα ή το άλλο, με αποτέλεσμα να καταντούν άνθρωποι ανούσιοι και στεγνοί, που στην προσπάθειά τους να προστατευτούν και να προετοιμαστούν για την αντιμετώπιση της ζωής χάνουν την ίδια τη ζωή.
Η προσπάθεια για συγκράτηση συναισθημάτων και διαρκή έλεγχο των απωθημένων γίνεται για το ψυχαναγκαστικό άτομο η σημαντικότερη αρχή της ζωής του και για την επιτυχία της εφευρίσκει διάφορους τρόπους κάθε φορά. Μπορεί να φανταστεί κανείς πόσο βασανιστική μπορεί να γίνεται η αναποφασιστικότητα και η διστακτικότητα, κυρίως όταν πρόκειται για σημαντικές αποφάσεις. Επίσης βλέπει κανείς πως ένας τέτοιος άνθρωπος εξαρτά τις αποφάσεις του από τους οποιουσδήποτε εξωτερικούς παράγοντες. Δεν είναι λίγοι αυτοί που μετρούν τα κουμπιά του σακακιού τους ή ρίχνουν ζάρια ή πασιέντζα ή κοιτούν τα ζώδια ή το φλιτζάνι προκειμένου να αποφασίσουν κάτι και δεν συνειδητοποιούν ότι πρόκειται περί φόβου αυτοευθύνης.
Ίσως το παρακάτω παράδειγμα μας δείξει πως τα ψυχαναγκαστικά άτομα αποκλείουν το δρόμο για ένα ανέμελο βίωμα. Ένας αναλυόμενος περιγράφει κατά την ψυχαναλυτική συνεδρία ένα όνειρο και συνεχίζει αμέσως μετά: Τελικά βγαίνει κανένα νόημα όταν ερμηνεύουμε τα όνειρα; Αφού όλα είναι σχετικά, μπορεί κανείς να τα ερμηνεύσει με πολλούς και διαφόρους τρόπους. Ποιος μου λέει εμένα ότι έχω τη σωστή έμπνευσή; Ίσως πάλι να άλλαξα το όνειρο κατά την περιγραφή του ή να μη το θυμάμαι ακριβώς. Έτσι δεν αμφισβητούνται όλα; Τα όνειρα είναι μάλλον σαπουνόφουσκες και η ενασχόληση μ' αυτά δεν είναι επιστημονική. Ο Freud και ο Jung είχαν διαφορετικές απόψεις πάνω στα όνειρα. Προφανώς τίποτα δεν είναι σίγουρο. Και οι ιδέες…! Τι να σκεφτώ, τι να φανταστώ; Έτσι οδηγείσαι στο ανεξέλεκτο…, έτσι χάνεσαι στο άγνωστο…, εκτός αυτού δεν μου 'ρχεται και καμία ιδέα..
Η προστασία από το βίωμα μέσω της εκλογίκευσης, που τοποθετείται πριν από το βίωμα, φαίνεται εδώ καθαρά. Ο φόβος του για το ανεξέλεκτο γίνεται κατανοητός, αφού δεν του προτάθηκε να ασχοληθεί με το όνειρο επιστημονικά, αλλά να αφεθεί στις σκέψεις του για αυτό. Φυσικά θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι οι αμφιβολίες του αναλυόμενου για τα όνειρα είναι απόλυτα δικαιολογημένες. Ωστόσο θα παράβλεπε το γεγονός ότι ο αναλυόμενος τις χρησιμοποίησε για να ξεφύγει. Εκτός αυτού οι αμφιβολίες του δεν περιορίζονταν στα όνειρα μόνο, αλλά φοβόταν καθετί που ήταν για εκείνον άγνωστο και επισφαλές και προσπαθούσε να το αποφύγει.
Πολλά ψυχαναγκαστικά άτομα με κίνητρο την προστασία περιορίζονται στις προετοιμασίες, όπως το εκφράζει εύστοχα και το ανέκδοτο: ένας άνδρας έρχεται στον παράδεισο, βλέπει δύο πόρτες με τις αντίστοιχες επιγραφές «είσοδος στον παράδεισο» και «είσοδος προς τις διαλέξεις για τον παράδεισο» - και προτιμά την δεύτερη είσοδο.
Φαντάζεται λοιπόν κανείς πόσο δύσκαμπτος και στενόχωρος, πόσο δογματικός και μισαλλόδοξος, πόσο αμετάπειστος και βασανιστικά συνεπής είναι ένας άνθρωπος που βρίσκεται σ' αυτή τη θέση και πόσο ανιαρή γίνεται η ζωή του, όταν προσπαθεί να επιβάλει τους όρους του και την απολυτότητά του. Το μόνο που συνειδητοποιεί είναι ότι αυτός εκπροσωπεί το «σωστό». Δε συνειδητοποιεί το φόβο του για το ρίσκο, που κρύβεται πίσω απ' αυτή του τη στάση. Όπως ο αναλυόμενος που, ακριβώς επειδή νόμιζε ότι έπρεπε να βρει τη «σωστή» ιδέα εμπόδιζε τον ελεύθερο συνειρμό.
Όταν κανείς κυριαρχείται από τα πρέπει, τότε η ζωντανή τάξη μεταβάλλεται σε σχολαστική τυπικότητα, η αναγκαία σταθερότητα, σε απόλυτη δυσκαμψία, η συνετή οικονομία σε φιλαργυρία και η υγιής προσωπική θέληση σε πείσμα και δεσποτεία. Όταν με όλα αυτά δεν γίνει δυνατή η αντιμετώπιση του φόβου, (καθώς η πολλαπλότητα της ζωής δεν μπορεί να μπει σε δύσκαμπτους κανόνες) τότε εκδηλώνονται διάφορα ψυχαναγκαστικά συμπτώματα, που στην αρχή έχουν σκοπό να συνδέσουν το φόβο με κάποιο αντικείμενο, αλλά σταδιακά αυτονομούνται και γίνονται ένα εσωτερικό «πρέπει». Εκείνο το πρέπει είναι που στη συνέχεια εξαναγκάζει τον άνθρωπο και τον οδηγεί σε πράξεις ή σκέψεις που, ακόμα και αν τις θεωρεί ανόητες, δεν μπορεί να τις αποφύγει. Τέτοια παραδείγματα είναι το συνεχές πλύσιμο, το μέτρημα, η συνεχής προσπάθεια να σκέπτεσαι και να θυμάσαι. Κάθε φορά που προσπαθεί κανείς να αποφύγει τον ψυχαναγκασμό, απελευθερώνονται οι φόβοι που είναι συνυφασμένοι με αυτόν.
Όλοι αυτοί οι διάφοροι ψυχαναγκασμοί δεν είναι τίποτα άλλο παρά η έκφραση του φόβου για την τόλμη και τον αυθορμητισμό. Αιτία της δημιουργίας του ψυχαναγκασμού είναι η προσπάθεια να αποφύγει κάποιος κάτι, κάτι το καινούριο και άγνωστο, κάτι το απαγορευμένο, μια κατάσταση που τον βάζει σε πειρασμό ή μια παρέκκλιση από το συνηθισμένο. Όταν όλα μένουν αμετάβλητα: τα αντικείμενα πάνω στο γραφείο σε απόλυτη τάξη, μια αταλάντευτη άποψη για κάποιο θέμα,μια οριστική ηθική καταδίκη, μια θεωρία που δε δέχεται κανένα άλλο ισχυρισμό, μια φανατική πίστη, τότε είναι σαν να σταματά ο χρόνος. Τότε όλα μπορούν να προβλεφθούν, ο κόσμος δεν αλλάζει πια και η ζωή κυλάει στον ίδιο γνώριμο ρυθμό. Μόνο που χάνει όμως τη ζωντάνια της και γίνεται τελικά ανιαρή και μονότονη. Μια τέτοια στάση περικλείει καμιά φορά ένα είδος μεγαλοπρέπειας, τραγικής όμως, διότι η επίμονη θέληση επιβολής και ο δαμασμός των δυνάμεων της ζωής, η έλλειψη ελαστικότητας και η ατολμία αποτελούν ήδη σπόρο της αποτυχίας ή της δυστυχίας. Και πράγματι είναι τραγική η συνεχής αίσθηση της αποτυχίας για μια κατάσταση «απόλυτη», καθότι βιώνεται ως πραγματική ή ως επιφανειακά αναπόφευκτη απαίτηση που πρέπει ή νομίζει κανείς ότι πρέπει να πραγματοποιηθεί.
Ένα απλό παράδειγμα μπορεί να μας διασαφηνίσει τα βασικά στοιχεία
της ψυχαναγκαστικής συμπεριφοράς, όπου το τραγικό και το κωμικό βρίσκονται το
ένα δίπλα στο άλλο, όπως άλλωστε συμβαίνει συχνά στη ζωή. Αν προσπαθούσε κανείς
να διατηρήσει ένα δωμάτιο δίχως ίχνος σκόνης, θα βίωνε τότε την κωμικοτραγική κατάσταση
ενός ανθρώπου, που προσπαθεί να αποτρέψει ένα αναπόφευκτο συμβάν και να
σταματήσει το χρόνο. Θα ήταν σαν να προσπαθούσε να γεμίσει με νερό το τρύπιο πιθάρι
των Δαναϊδων. Επειδή όμως η σκόνη έχει πάρει τη θέση κάποιου άλλου πράγματος,
το οποίο προσπαθεί να καθαρίσει κανείς, ο ψυχαναγκασμός του ξεσκονίσματος δεν
θα πάψει να υφίσταται, όσο το πραγματικό πρόβλημα, που έχει μετατεθεί στη
σκόνη, συνεχίζει να παραμένει άλυτο. Διότι ουσιαστικά δεν πρόκειται για μια προσπάθεια
απαλλαγής από τη σκόνη, αλλά για κάτι σπουδαιότερο, το οποίο επιθυμεί να
διατηρήσει κανείς σταθερό, όπως είναι η ηθική καθαριότητα για παράδειγμα που
επαπειλείται διαρκώς εξαιτίας των πειρασμών. Ακριβώς λοιπόν εξαιτίας αυτής της προσπάθειας
μετάθεσης του πραγματικού προβλήματος σε κάτι ασήμαντο δημιουργείται ο
ψυχαναγκασμός. Η πραγματική αντιμετώπιση των προβλημάτων μας δεν εξελίσσεται σε
ψυχαναγκασμό. Οπότε κάθε φορά που, ενώ κάνουμε κάτι ασήμαντο, αισθανόμαστε το
παράλογο συναίσθημα του πρέπει, οφείλουμε να αναρωτηθούμε ποια είναι η
πραγματική αντιμετώπιση ή η απόφαση που θέλουμε να αποφύγουμε.
Όταν τα ψυχαναγκαστικά
στοιχεία αυξηθούν τόσο, ώστε να μιλάμε πλέον για ψυχαναγκαστική νεύρωση, είναι
δυνατό να πάρουν μια τραγική και ανατριχιαστική μορφή και όλο και περισσότερο να
«γεμίζουν» τη ζωή του ατόμου και να την εξουσιάζουν, λειτουργώντας παράλληλα
ανεξάρτητα. Κατανοεί λοιπόν κανείς γιατί σε παλαιότερες εποχές, που το
ψυχολογικό υπόβαθρο δεν ήταν γνωστό, οι ψυχαναγκασμοί αυτοί αποδίδονταν δε
δαιμονικές δυνάμεις ή σε κακά πνεύματα, ακόμα κι αν ήταν φανερός ο παραλογισμός
τους. Και ο ίδιος ο ψυχαναγκαστικός ασθενής βιώνει το πρέπει των πράξεων του
σαν μια δύναμη που τον εξουσιάζει και του επιβάλλεται από τα έξω, διότι κάπου
αισθάνεται ότι δεν είναι δική του.
Κάθε ψυχαναγκασμός -όπως και η σωματική ασθένεια- μπορεί να υπερπλαστεί, να κάνει μεταστάσεις και να επεκταθεί και σε άλλους τομείς. Έτσι η ζωή στενεύει όλο και πιο πολύ και γεμίζει με ψυχαναγκασμούς, όπως θα δούμε στα παραδείγματα στη συνέχεια.
Όσα περιγράφηκαν είναι δυνατό να διαδραματίζονται ενδοψυχικά μόνο, όπως, λόγου χάρη, όταν αμύνεται κανείς ενάντια σε «κακές» σκέψεις, επιθυμίες και τάσεις, που πιστεύει ότι πρέπει να καταπιεστούν. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται ένα μεγάλο μέρος χρόνου και δύναμης για την καταπολέμησή τους. Για παράδειγμα μπορεί να χρησιμοποιεί «μαγικές» λέξεις και πράξεις εναντίον τους, αφού και αυτές παρουσιάζονται με ένα μαγικό τρόπο. Όταν θέλει να αντισταθεί κανείς στις κακές, αμαρτωλές και βρώμικες σκέψεις, θα πρέπει με ένα τρόπο ψυχαναγκαστικό να πάρει τα μέτρα του κάθε φορά που απειλούν να βγουν στην επιφάνεια. Ίσως πει μια μαγική φράση μόνο («έλα Χριστέ και Παναγιά») ή να κάνει κάτι άλλο, για να διώξει αυτό που πρέπει να απομακρυνθεί από το συνειδητό επίπεδο. Σε βαριές περιπτώσεις μπορεί να οδηγηθεί στην αυτοτιμωρία, όπως συμβαίνει σε κάποιους θρησκευτικά φανατισμένους -ας θυμηθούμε τους Φραγγελιστές για παράδειγμα ή τους Σιίτες Μουσουλμάνους που αυτομαστιγώνονται-. Η «μετάσταση», ή η επέκταση των ψυχαναγκασμών μπορεί να πάρει τέτοιες διαστάσεις, που ακόμα και η λέξη που να υπονοεί το καταπιεσμένο να θεωρείται ύποπτη και απειλητική και να πρέπει να αποδιωχτεί. Αυτό το βλέπουμε για παράδειγμα στο «χριστιανικό μέτρημα» στα γερμανικά, που ανεκδοτολογικά γίνεται ώς εξής: ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, τι ντροπή, επτά». Το έξι αναγκαστικά παραλείπεται γιατί θυμίζει το απαγορευμένο σεξ (το έξι στα γερμανικά -sechs- προφέρεται όπως το σεξ). Φτάνει κανείς δηλαδή στην ίδια κατάσταση με εκείνον που ήθελε να διατηρήσει το δωμάτιό του απόλυτα καθαρό δίχως ίχνος σκόνης. Ας θυμηθούμε εδώ το λατινικό: «naturam expellas furca, tamen usque recurret» - η φύση δεν μπορεί να καταπιεστεί βίαια, με κάποιο τρόπο επανέρχεται πάντα.
Η διεργασία αυτή γίνεται καμιά φορά με ένα πονηρό τρόπο, όπου προσπαθώντας να αποφύγεις ασυνείδητα κάτι, το επαναφέρεις «έμμεσα», όπως στο παράδειγμα που ακολουθεί: Μια ασθενής με ψυχαναγκαστική νεύρωση είχε το σύμπτωμα να πλένει διαρκώς την περιοχή των γεννητικών της οργάνων. Το σύμπτωμα αφορούσε ασυνείδητα τις «βρώμικες» σεξουαλικές της επιθυμίες, τον αυνανισμό δηλαδή, που τον θεωρούσε πράξη αμαρτωλή. Η περιοχή λοιπόν εκείνη – η τάχα αμαρτωλή – έπρεπε να είναι συνέχεια καθαρή. Πλένοντας την όμως τόσο συχνά και έντονα, προκαλούσε αισθήματα ηδονής και έφτανε μέχρι το σημείο του οργασμού. Ό έμμεσος αυτός τρόπος της πρόσφερε αυτό που επιθυμούσε, αλλά ταυτόχρονα απαγόρευε – χωρίς όμως να το επιδιώκει, άρα και χωρίς ενοχές – αφού ο συνειδητός σκοπός ήταν μόνο να καθαρίσει την «αμαρτωλή» περιοχή.
Η Χριστιανική θρησκεία με την καταδίκη της σεξουαλικότητας και την δημιουργία των αντίστοιχων αισθημάτων ενοχής, που δυστυχώς ακόμα και σήμερα συνεχίζουν να υπάρχουν καμιά φορά, έγινε η αιτία των λεγόμενων «εκκλησιογενών» νευρώσεων. Η εχθρότητά της για τη σάρκα έχει εμφυτεύσει μέσα σε πολλούς νέους ανθρώπους φόβους και ενοχές, που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, ιδιαίτερα στην εφηβεία. Αντί να καθοδηγήσει τους νέους, σε αυτή τη σημαντική πρόοδο της ανάπτυξής τους κατά την ώρα του μαθήματος ή σε ομαδικές συγκεντρώσεις, είχε εισαγάγει στο διδακτικό πρόγραμμα μόνο το μάθημα των θρησκευτικών, όπου αποστήθιζε κανείς ύμνους και γινόταν κατήχηση των μαθητών, ενώ οι «δυσάρεστες» ερωτήσεις αποφεύγονταν με κάθε τρόπο. Ευτυχώς όμως έχουν αλλάξει πολλά πράγματα στον τομέα αυτό και η νεολαία έχει υιοθετήσει πολλά απ' αυτά που ήταν πριν απαγορευμένα. Όποιος έχει ασχοληθεί αρκετά χρόνια με την ψυχοθεραπεία γνωρίζει πολύ καλά τις καταστρεπτικές συνέπειες των θρησκευτικών απαγορεύσεων που αφορούν τις απολαύσεις της σάρκας. Η αρχή γίνεται συνήθως με τον αγώνα ενάντια στον αυνανισμό ο οποίος υποτίθεται ότι θα επέφερε τρομερές σωματικές και ψυχικές βλάβες, με αποτέλεσμα οι νέοι, γεμάτοι φόβους και ενοχές, να οδηγούνται ακόμα και στην αυτοκτονία, όταν ο αγώνας ενάντια στην «αμαρτία» δεν είχε αποτέλεσμα.